- οψιδιανός
- Γενικός όρος για τα ηφαιστειακά πετρώματα έκχυσης, υαλώδους φύσης, που μέσα στη μάζα τους δεν περιέχουν ορυκτολογικά στοιχεία με μορφή κρυστάλλων. Ο όρος αυτός, επομένως, υποδηλώνει μάλλον τον τύπο της δομής και όχι ένα ειδικό πέτρωμα. Ανάλογα με τον τύπο του μάγματος από το οποίο προέρχονται, υπάρχουν βασαλτικοί o., ανδεσιτικοί, τραχειτικοί κλπ.
Προϊστορία. Επειδή ο o., αν και εύθραυστος, είναι αρκετά σκληρός και παρουσιάζει πολύ κοφτερά χείλη κατά τον θραυσμό του, υπήρξε για τον προϊστορικό άνθρωπο, μαζί με τον πυριτόλιθο, αντικείμενο κοπής και επεξεργασίας. Με ο. κατασκεύαζε εγχειρίδια και άλλα εργαλεία, κυρίως κατά τη διάρκεια της νεολιθικής εποχής έως ακόμα και την εποχή του χαλκού. Ο ο. έγινε αντικείμενο μεγάλου εμπορίου και η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων του υπήρξε πολλές φορές τόσο έντονη ώστε έδωσε ζωή σε σημαντικά προϊστορικά κέντρα, όπως στο Λίπαρι, στα νησιά του Αιόλου.
Εγχειρίδια από οψιδιανό προϊστορικής εποχής, από τα νησιά του Ναυαρχείου. Τα εξαίρετης για την εποχή τους αυτά προϊστορικά εγχειρίδια βρίσκονται στο Μουσείο Πιγκορίνι της Ρώμης.
* * *και οψιανός, ο(ορυκτ.) φυσική ύαλος ηφαιστειακής προελεύσεως με στιλπνό μαύρο χρώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. πρβλ. αγγλ. obsidian < λατ. Obsidianus (lapis) < Obsidius, άλλος τ. τού ον. Obsius (βλ. λ. οψιανός)].
Dictionary of Greek. 2013.